- χἄν
- ἕν , εἷςsemneut nom/voc/acc sgἕν , ἵημιJa-c-ioaor ind act 3rd pl (epic)ἕν , ἵημιJa-c-ioaor part act neut nom/voc/acc sgἅ̱ν , ὅςyasfem acc sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ΧΑΝ — Κινεζική δυναστεία (206 π.Χ. – 220 μ.Χ.), που ιδρύθηκε από τον χωρικό Λιέου Πανγκ, υποκινητή μιας από τις μεγαλύτερες εξεγέρσεις με την οποία ανέτρεψε τον προηγούμενο βασιλεύοντα οίκο. Κατά τους 4 αιώνες της βασιλείας των Χαν, η Κίνα επεκτάθηκε… … Dictionary of Greek
χάν — Κινεζική δυναστεία (206 π.Χ. – 220 μ.Χ.), που ιδρύθηκε από τον χωρικό Λιέου Πανγκ, υποκινητή μιας από τις μεγαλύτερες εξεγέρσεις με την οποία ανέτρεψε τον προηγούμενο βασιλεύοντα οίκο. Κατά τους 4 αιώνες της βασιλείας των Χαν, η Κίνα επεκτάθηκε… … Dictionary of Greek
χαν — Κινεζική δυναστεία (206 π.Χ. – 220 μ.Χ.), που ιδρύθηκε από τον χωρικό Λιέου Πανγκ, υποκινητή μιας από τις μεγαλύτερες εξεγέρσεις με την οποία ανέτρεψε τον προηγούμενο βασιλεύοντα οίκο. Κατά τους 4 αιώνες της βασιλείας των Χαν, η Κίνα επεκτάθηκε… … Dictionary of Greek
χάν — χά̱ν , χάν goose masc nom/voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'χαν — ἔχᾱν , χάω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἔχᾱν , χάω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαν(ν)ικό — το, Ν [χάννος] καθετή που κατασκευαζόταν παλαιότερα με νήμα από τρίχες αλόγου, κατάλληλη για την αλιεία τού χάννου, και άλλων ψαριών … Dictionary of Greek
Χαν Καν — (720 – 780). Ορθή προφορά X. Κχαν. Κινέζος ζωγράφος. Θεωρείται κλασικός ζωγράφος της Κίνας. Ήταν αυλικός ζωγράφος και θεωρείται ιδιαίτερα αξιόλογος για τους πίνακές του που εικονίζουν ιππείς και άλογα. Στον X.K. οφείλεται και ένα εξαίρετης τέχνης … Dictionary of Greek
Χαν, Αμαδαίος Εμμανουήλ — (Hahn, 1801 – 1867). Ελβετός φιλέλληνας, ο οποίος καταγόταν από τη Βέρνη. Το 1825 ήρθε στην Ελλάδα και κατατάχθηκε στον τακτικό στρατό. Διακρίθηκε για την ανδρεία του στις επιχειρήσεις της Τρίπολης και του Χαϊδαρίου και στην εκστρατεία της Χίου… … Dictionary of Greek
Χαν, Γιόχαν — (Hahn, 1811 – 1869). Αυστριακός διπλωμάτης και συγγραφέας. Διετέλεσε πρόξενος της χώρας του στα Ιωάννινα (1847) και γενικός πρόξενος στη Σύρο (1851). Έγραψε Περιηγήσεις από το Βελιγράδι στη Θεσσαλονίκη (1861), Αλβανικά μελετήματα (1854), Ελληνικά … Dictionary of Greek
Χάν, Γιόχαν — (Hahn). Γερμανός φιλέλληνας. Καταγόταν από το Ανόβερο. Ήρθε στην Ελλάδα τον Φεβρουάριο του 1822, μαζί με τον στρατηγό Κάρολο Νόρμαν. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα και διακρίθηκε για τον ηρωισμό του … Dictionary of Greek